φιντάνι

φιντάνι
το
(λ. τουρκ.)
1. φυτώριο: Αγόρασα δεντράκι από φιντάνι.
2. νεαρό φυτό ιδίως για μεταφύτευση.
3. φιντανάκι (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φιντάνι — και φυντάνι, το, Ν 1. μικρό, νεαρό φυτό 2. μικρός βλαστός, βλαστάρι 3. φυτώριο 4. μτφ. νιόβγαλτος, πρωτόβγαλτος, φιντανάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fidan < φυτάνη «εποχή τής φύτευσης»] …   Dictionary of Greek

  • φιντανάκι — και φυντανάκι, το, Ν [φιντάνι] (υποκορ. τ.) 1. μικρός βλαστός, φιντάνι 2. μτφ. ο μικρός στην ηλικία, πολύ νεαρός, πρωτόβγαλτος …   Dictionary of Greek

  • φυντάνι — το, Ν βλ. φιντάνι …   Dictionary of Greek

  • φυτάριο — το / φυτάριον, ΝΑ υποκορ. νεοελλ. νεαρό φυτό, που προορίζεται για μεταφύτευση, φιντάνι αρχ. μικρό φυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. παιδ άριον)] …   Dictionary of Greek

  • φιντανάκι — το (υποκορ. του φιντάνι βλ. λ.) 1. νεαρός βλαστός, τρυφερό βλαστάρι, βλασταράκι: Φιντανάκι τριανταφυλλιάς. 2. μτφ., ο νέος άνθρωπος, ο νιόβγαλτος, το τρυφερούδι: Φιντανάκι είναι κι όλο βόλτες πάει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυντάνι — το (λαθεμένη γραφή), βλ. φιντάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”